ἀελλάς

From LSJ
Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀελλάς: -άδος, ἡ, = τῷ προηγ. ἵπποι, Σοφ. Ο. Τ. 467. φωναί, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 614.

French (Bailly abrégé)

άδος
c. ἀελλαῖος.

Spanish (DGE)

-άδος
veloz como el huracán ἵππος S.OT 467, φωναί S.Fr.688.

Greek Monotonic

ἀελλάς: -άδος, ἡ = το προηγ.· ἵπποι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀελλάς: άδος Soph. f к ἀελλαῖος.