ἀελλάς
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλάς: -άδος, ἡ, = τῷ προηγ. ἵπποι, Σοφ. Ο. Τ. 467. φωναί, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 614.
French (Bailly abrégé)
άδος
c. ἀελλαῖος.
Spanish (DGE)
-άδος
veloz como el huracán ἵππος S.OT 467, φωναί S.Fr.688.
Greek Monotonic
ἀελλάς: -άδος, ἡ = το προηγ.· ἵπποι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀελλάς: άδος Soph. f к ἀελλαῖος.