πακτίς

From LSJ
Revision as of 14:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

German (Pape)

[Seite 444] πακτός, dor. = πηκτίς, πηκτός.

English (Slater)

πακτίς a Lydian lyre. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.

Greek Monolingual

πακτίς, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτίς.

Russian (Dvoretsky)

πακτίς: ἡ дор. = πηκτίς.