ἀνδροδάϊκτος

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροδάϊκτος Medium diacritics: ἀνδροδάϊκτος Low diacritics: ανδροδάϊκτος Capitals: ΑΝΔΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: androdáïktos Transliteration B: androdaiktos Transliteration C: androdaiktos Beta Code: a)ndroda/i+ktos

English (LSJ)

[δᾰ], ον,

   A man-slaying, murderous, A.Ch.860, cf. Fr.132.

German (Pape)

[Seite 218] mannmordend, κόπανον Aesch. Ch. 847; schwieriger ist das frg. des Aesch. bei Ar. Ran. 1263, wo es der Schol. auch trans., Andere pass., wo Männer getödtet werden, das Männergemetzel, übersetzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, φονικός, πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. ἰήκοπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, δαΐζω.

Spanish (DGE)

-ον
asesino de hombres, que mata hombres πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων A.Ch.860, ἀ. ... κόπον A.Fr.212b, cf. Ar.Ra.1264.

Greek Monolingual

ἀνδροδάικτος, -ον (Α)
αντροφονιάς, ανδροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»].

Greek Monotonic

ἀνδροδάϊκτος: [δᾰ]-ον (ἀνήρ, δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροδάϊκτος: убивающий мужей, смертоносный (κόπανον Aesch.; κόπος Arph.).