ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
pf. Act. de πιπράσκω.
πέπρᾱκα: παρακ. του πιπράσκω.
πέπρακα indic. perf. van πιπράσκω.
πέπρᾱκα: pf. к πιπράσκω.