συγκατέχω
English (LSJ)
A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a. II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
συγκατέχω: сдерживать, удерживать (αὑτῷ, sc. τινα Plat.).