οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
adv.avec modestie ou réserve.Étymologie: αἰδήμων.
αἰδημόνως: почтительно, застенчиво, скромно (φθέγγεσθαι Xen.; ἀπαντᾶν Plut.).