αἰδημόνως
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Spanish
French (Bailly abrégé)
adv.
avec modestie ou réserve.
Étymologie: αἰδήμων.
Russian (Dvoretsky)
αἰδημόνως: почтительно, застенчиво, скромно (φθέγγεσθαι Xen.; ἀπαντᾶν Plut.).