αἰσχυντηλία

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηλία Medium diacritics: αἰσχυντηλία Low diacritics: αισχυντηλία Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΛΙΑ
Transliteration A: aischyntēlía Transliteration B: aischyntēlia Transliteration C: aischyntilia Beta Code: ai)sxunthli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bashfulness, Plu.2.66c.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηλία: ἡ, αἰδημοσύνη, Πλούτ. 2. 66C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pudeur, modestie.
Étymologie: αἰσχυντηλός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
timidez, carácter vergonzoso αἰσχυντηλίαν μὲν ἀναισχυντίᾳ φεύγειν Plu.2.66c, ὀργιλότης αἰσχυντηλία θαρραλεότης Plu.2.443d.

Greek Monolingual

αἰσχυντηλία, η (Α) αἰσχυντηλός
αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηλία: ἡ стыдливость, застенчивость Plut.