ἀδῄωτος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῄωτος: -ον, ὁ μὴ πορθηθείς, μὴ ἐρημωθείς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dévasté, non ravagé.
Étymologie: ἀ, δῃόω.
Spanish (DGE)
-ον
no arrasado χώρα X.HG 3.1.5, Λακωνική Plu.2.194b, cf. Ael.VH 13.42, τοὺς ... ἀγρούς Syrian.in Hermog.2.33.19.
Greek Monotonic
ἀδῄωτος: -ον, απόρθητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀδῄωτος: неопустошенный, неразоренный (χώρα Xen., Plut.).