αἰνόθρυπτος

From LSJ
Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
terriblement mou, efféminé.
Étymologie: αἰνός, θρύπτω.

Greek Monotonic

αἰνόθρυπτος: -ον (θρύπτω), ελεεινά αποχαυνωμένος, τρυφηλός, οκνηρός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόθρυπτος: крайне изнеженный (Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος).