ἀναλικμάω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
A winnow out, of grain, v.l. in Pl.Ti.52e.
German (Pape)
[Seite 196] aufschwingen, ausworfeln, vom Getreide, σειόμενα καὶ ἀναλικμώμενα Plat. Tim. 52 e, wo mehrere codd. ἀναλικνώμενα, andere ἀνικμώμενα haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλικμάω: ἀποχωρίζω τὰ ἄχυρα ἐκ τοῦ σίτου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», Πλάτ. Τίμ. 52E.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλικμάω: v. l. ἀναλικνάω провеивать (сквозь сито) Plat.