ἀξιακρόατος

Revision as of 16:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A worth listening to, Id.Lac.4.2 (in Sup. -ότατος).

German (Pape)

[Seite 269] dasselbe, im superl., Xen. Lac. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιακρόᾱτος: -ον, ὁ ἄξιος ἀκροάσεως, Ξεν. Λακ. 4. 2· ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être écouté.
Étymologie: ἄξιος, ἀκροάομαι.

Spanish (DGE)

-ον digno de escucharse χορός X.Lac.4.2.

Greek Monolingual

ἀξιακρόατος, -ον (Α)
ο αξιάκουστος.

Greek Monotonic

ἀξιακρόᾱτος: -ον (ἀκροάομαι), αυτός που αξίζει να τον ακούσει κάποιος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιακρόᾱτος: Xen. = ἀξιάκουστος.