ἀξιακρόατος
English (LSJ)
ον,
A worth listening to, Id.Lac.4.2 (in Sup. -ότατος).
German (Pape)
[Seite 269] dasselbe, im superl., Xen. Lac. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιακρόᾱτος: -ον, ὁ ἄξιος ἀκροάσεως, Ξεν. Λακ. 4. 2· ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être écouté.
Étymologie: ἄξιος, ἀκροάομαι.
Spanish (DGE)
-ον digno de escucharse χορός X.Lac.4.2.
Greek Monolingual
ἀξιακρόατος, -ον (Α)
ο αξιάκουστος.
Greek Monotonic
ἀξιακρόᾱτος: -ον (ἀκροάομαι), αυτός που αξίζει να τον ακούσει κάποιος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιακρόᾱτος: Xen. = ἀξιάκουστος.