Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσάομαι

From LSJ
Revision as of 17:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monotonic

ἀσάομαι: Παθ. προστ. ἀσῶ, μτχ. ἀσώμενος, αόρ. αʹ ἠσήθην (ἄσηαισθάνομαι αηδία ή ναυτία, είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από κάτι, με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀσώμενος ἐν φρεσί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσάομαι: (ᾰσ)
1) досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);
2) испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.).