ἄσκαλος

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκᾰλος Medium diacritics: ἄσκαλος Low diacritics: άσκαλος Capitals: ΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: áskalos Transliteration B: askalos Transliteration C: askalos Beta Code: a)/skalos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].

Greek Monotonic

ἄσκᾰλος: -ον (σκάλλω), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκᾰλος: невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.).