ἄσκαλος
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ον,
A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
•fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].
Greek Monotonic
ἄσκᾰλος: -ον (σκάλλω), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκᾰλος: невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.).