ἀποπτάμενος
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
French (Bailly abrégé)
v. ἀφίπταμαι.
English (Autenrieth)
see ἀποπέτομαι.
Greek Monotonic
ἀποπτάμενος: μτχ. αορ. βʹ του ἀποπέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπτάμενος: part. aor. к ἀφίπταμαι.