ἀποπτάμενος

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

French (Bailly abrégé)

v. ἀφίπταμαι.

English (Autenrieth)

see ἀποπέτομαι.

Greek Monotonic

ἀποπτάμενος: μτχ. αορ. βʹ του ἀποπέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπτάμενος: part. aor. к ἀφίπταμαι.