ἀποπτάμενος
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
French (Bailly abrégé)
v. ἀφίπταμαι.
English (Autenrieth)
see ἀποπέτομαι.
Greek Monotonic
ἀποπτάμενος: μτχ. αορ. βʹ του ἀποπέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπτάμενος: part. aor. к ἀφίπταμαι.