βεβρώθοις
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
A v. βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
v. βιβρώσκω.
Greek Monotonic
βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.
Russian (Dvoretsky)
βεβρώθοις: эп. 2 л. sing. pf. opt. к βιβρώσκω.