κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
γήρως: συνῃρ. γεν. τοῦ γῆρας.
v. γῆρας.
γήρως: συνηρ. γεν. του γῆρας.
γήρως: стяж. gen. к γῆρας.