δεικτικῶς
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
adv.
de façon à démontrer, par une preuve directe.
Étymologie: δεικτικός.
δεικτικῶς: лог. воочию, т. е. в порядке непосредственного доказательства, прямо (συλλογίζεσθαι Arst.).