δεικτικός
English (LSJ)
δεικτική, δεικτικόν,
A able to show: in Logic, of syllogisms, those which can be directly reduced, Arist.APr.45a24; δεικτικὸν ἐνθύμημα, opp. ἐλεγκτικόν, Id.Rh.1396b24. Adv. δεικτικῶς Id.APr.29a31.
2 categorical, πρότασις Stoic.2.85.
II Gramm., demonstrative, τὸ τοῦτο δεικτικόν Chrysipp.Stoic.2.65; δεικτικὸν ὄνομα D.T. 636.12; ἄρθρα Apollod.Ath.and D.T.ap.A.D.Pron.5.19; ἀντωνυμία ib.9.17: δεικτικώτεραι γιγνόμεναι (sc. ἀντωνυμίαι) προσλαμβάνουσι τὸ ῑ ib. 59.16: δεικτικόν, τό, Demetr.Eloc.289. Adv. δεικτικῶς Chrysipp.Stoic.2.245, Plu.2.747d, S.E.M.7.267.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1indicativo τὸ δὲ ῥηθὲν τεχνικῶς ... μεθόδου ἀτέχνου δ. Hp.Decent.4.
2 lóg. obvio de los silogismos disyuntivos, que se pueden deducir directamente (συλλογισμοί) οἱ δεικτικοὶ περαίνονται ... φανερόν Arist.APr.41a21, τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχουσι καὶ οἱ εἰς τὸ ἀδύνατον ἄγοντες συλλογισμοὶ τοῖς δεικτικοῖς Arist.APr.45a24, δεικτικὰ ἐνθυμήματα op. ἐλεγκτικά Arist.Rh.1396b23, cf. 1401a33
•de las premisas de tercio excluso (συλλογισμοί) οὓς οἱ ἀρχαῖοι λέγουσι μικτοὺς ἐξ ὑποθετικῆς προτάσεως καὶ δεικτικῆς Alex.Aphr.in APr.262.32.
3 subst. ὁ δ. sc. δάκτυλος dedo índice Cael.Aur.TP 5.1.21.
II gram.
1 deíctico de los pron. demostrativos τὸ γὰρ ‘τοῦτο’ δεικτικόν Chrysipp.Stoic.2.65, cf. Demetr.Eloc.289, Sch.Pi.O.4.37, de anafóricos, D.T.636.12, cf. 637.12, Sch.D.T.68.10, de pron. pos. y pers. de 1a y 2a pers. ἄρθρα δεικτικὰ τὰς ἀντωνυμίας ἐκάλεσαν A.D.Pron.5.19, cf. 9.17
•del adv. δεικτικὰ (ἐπιρρήματα) ... οἷον ἴδε ἰδού Sch.D.T.434.29.
2 sent. pas. referido τὸ ὧδε τὸ δ. τόπον φήσουσι σημαίνειν Plot.6.1.14.
III adv. δεικτικῶς
1 obviamente, mediante comprobación directa (συλλογισμοί) ἢ γὰρ δ. ἢ διὰ τοῦ ἀδυνάτου περαίνονται Arist.APr.29a31, cf. 40b25, δ. ... τὴν ἐπίνοιαν τοῦ ἀνθρώπου παρίστασθαι S.E.M.7.267.
2 gram. con sentido deíctico, deícticamente τὸ ἐγὼ προφερόμεθα ... εἰς αὑτοὺς δ. Chrysipp.Stoic.2.245, cf. Sch.Pi.O.4.34c, οἱ ποιηταὶ τοῖς κυρίοις ὀνόμασι δ. χρῶνται Plu.2.747c, cf. Eust.483.2.
German (Pape)
[Seite 536] hinzeigend, hinweisend, Sp., besonders Gramm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à démontrer, démonstratif ; t. de gramm. démonstratif.
Étymologie: δείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεικτικός -ή -όν [δεικτός] geschikt om aan te tonen:. μεθόδου ἀτέχνου δεικτικόν een blijk van methode zonder kunde Hp. Dec. 4; τὰ μὲν γὰρ δεικτικά ἐστιν ὅτι ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν de ene soort (enthymemen) toont aan dat iets wel of niet het geval is Aristot. Rh. 1396b24.
Russian (Dvoretsky)
δεικτικός: лог. (воочию) показывающий, т. е. непосредственный, прямой (ἡ δεικτικὴ ἀπόδειξις βελτίων τῆς στερητικῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δεικτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ κατάλληλος πρὸς δεῖξιν· ἐπὶ ἀποδείξεων, εὐθεῖα ἀπόδειξις, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πλαγίαν ἀπόδειξιν (οἵα ἡ διὰ τῆς εἰς ἄτοπον ἢ ἀδύνατον ἀπαγωγῆς ἢ ἐξ ὑποθέσεως), Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 29, 1· δ. ἐνθύμημα, ἀντίθ. τῷ ἐλεγκτικόν, ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 22, 15. – Ἐπιρρ. –κῶς, δι’ ἀμέσου ἀποδείξεως, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 7, 3,
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεικτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι
2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, -ή, -ό, εκείνος, -η, -ο, οὗτος, αὕτη, τοῦτο)
3. φρ. «δεικτικά μόρια» — αυτά που χρησιμοποιούνται για να δειχτεί ή να προσδιοριστεί κάτι με ακρίβεια (αυτός δα, εκειδά, ὁδί, οὑτοσί
αυτός ακριβώς)
νεοελλ.
ο ενδεικτικός, αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι («η συμπεριφορά του ήταν δεικτική τών αισθημάτων του»)
αρχ.
(για συλλογισμούς και αποδείξεις) εκείνος που παρέχει μια ευθεία απόδειξη και όχι «διά τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς» ή «ἐξ ὑποθέσεως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείκτης ή < δεικτός.