ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
[Seite 582] p. = διακλέπτω.
διακλωπάω: ποιητ. ἀντὶ διακλέπτω, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 213· Reisk. διὰ κλωπῶν.
διακλωπάω: Anth. v. l. = διακλέπτω.