διαλελαμμένος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.