δουρομανής

From LSJ
Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρομᾰνής Medium diacritics: δουρομανής Low diacritics: δουρομανής Capitals: ΔΟΥΡΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: douromanḗs Transliteration B: douromanēs Transliteration C: douromanis Beta Code: douromanh/s

English (LSJ)

ές, poet. for

   A δοριμανής, πόλεμος AP9.553.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = δοριμανής, πόλεμος, Antp. Th. 33 (IX. 553).

Greek (Liddell-Scott)

δουρομᾰνής: -ές, Ἰων. ἀντὶ δοριμανής, Ἀνθ. Π. 9. 553.

Spanish (DGE)

(δουρομᾰνής) -ές
enloquecido por la lanza, fig. furibundo, frenético πόλεμος AP 9.553 (Antip.), cf. δοριμανής.

Greek Monolingual

βλ. δοριμανής.

Greek Monotonic

δουρομᾰνής: -ές, Ιων. αντί δοριμανής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δουρομᾰνής: Anth. = δοριμανής.