Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
adv.difficilement.Étymologie: δυσπετής.
δυσπετῶς: ион. δυσπετέως с трудом, тяжело (φέρειν τοὺς ἄθλους Aesch.; κτᾶσθαί τι Her.).