εἰσορμίζομαι
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
French (Bailly abrégé)
ao. εἰσωρμίσθην ou εἰσωρμισάμην;
1 entrer au port, aborder;
2 entrer pour se mettre à l’abri.
Étymologie: εἰς, ὁρμίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσορμίζομαι: 1) pass. входить в порт (εἰσορμισθέντες ἕνεκα χειμῶνος Xen.);
2) med. (о кораблях) входить, укрываться (εἰς τὸν ποταμόν Plut.).