εἰσαυτίκα

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

German (Pape)

[Seite 741] = simplex, Ar. Par 367 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαυτίκα: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐτίκα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 367· ἐν Θουκ. 5. 16, ἐς τὸ αὐτίκα.

Greek Monolingual

εἰσαυτίκα και εἰς αὐτίκα και εἰς τὸ αὐτίκα (Α)
την ίδια στιγμή.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαυτίκα: adv. тотчас же, немедленно Arph.