εἰσαυτίκα

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Russian (Dvoretsky)

εἰσαυτίκα: adv. тотчас же, немедленно Arph.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαυτίκα: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐτίκα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 367· ἐν Θουκ. 5. 16, ἐς τὸ αὐτίκα.

Greek Monolingual

εἰσαυτίκα και εἰς αὐτίκα και εἰς τὸ αὐτίκα (Α)
την ίδια στιγμή.

German (Pape)

[Seite 741] = simplex, Ar. Par 367 u. A.