εἰμέν

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

German (Pape)

[Seite 730] ep. u. ion. = ἐσμέν, wir sind; εἶμεν, att. = εἴημεν.

Greek (Liddell-Scott)

εἰμέν: Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ εἶμεν, Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.

French (Bailly abrégé)

épq., ion. et dor. c. ἐσμέν, 1ᵉ pl. de εἰμί.

English (Autenrieth)

see εἰμί.

Greek Monotonic

εἰμέν:I. Επικ. και Ιων. αντί ἐσμέν, αʹ πληθ. του εἰμί (sum). ΙI.εἶμεν, εἴμεναι, Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.

Russian (Dvoretsky)

εἰμέν: эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к εἰμί.