εἰσόπιν
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
English (LSJ)
(ὄπις) Adv.
A back: c. gen., εἰσόπιν χρόνου hereafter, A.Supp. 617.
German (Pape)
[Seite 744] nachher, in der Folge, χρόνου Aesch. Suppl. 612.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσόπιν: (ὄπις), ἐπίρρ., κατόπιν, μετὰ γεν., εἰσόπιν χρόνου, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 617.
French (Bailly abrégé)
adv.
par la suite (litt. en vue) : εἰσόπιν χρόνου ESCHL dorénavant, désormais.
Étymologie: εἰς, ὄπις².
Spanish (DGE)
(εἰσόπῐν)
adv. temp. en adelante εἰ. χρόνου de ahora en adelante A.Supp.617.
Greek Monolingual
εἰσόπιν (Α)
επίρρ. ύστερα, μετά από αυτά.
Russian (Dvoretsky)
εἰσόπιν: adv. в дальнейшем: εἰ. χρόνου Aesch. впоследствии, потом.