ἐμπαιγμονή
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ἡ,
A mockery, 2 Ep.Pet. 3.3.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
burla, mofa ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3.
Greek Monolingual
ἐμπαιγμονή, η (Α)
εμπαιγμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπαιγμονή: ἡ и ἐμπαιγμός ὁ глумление NT.