Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
se moquer.Étymologie: ἐπί, μωκεύω.
ἐπιμωκεύω: насмехаться (τὸν σαρδώνιον ἐπιμωκεύων Luc. - v. l. ἐπιγελῶν).