εὔιος
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
German (Pape)
[Seite 1073] vom bacchischen Jubelruf εὐοῖ, bacchisch, πῦρ Soph. Ant. 953; τελεταί Eur. Bacch. 238; βάκχευμα 608, öfter; sp. D., bes. Nonn. D. Auch Beiname des Bacchus, Βάκχος εὔιος, Soph. O. R. 211; ὁ εὔιος θεός, Eur. Bacch. 157 u. öfter, u. allein Εὔιος, 566; Plut. Marcell. 22 u. sp. D.
Greek Monolingual
εὔιος, ὁ (Α)
1. επίθ. του Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.)
2. ως κύριο όν. Εὔιος-Βάκχος
3. ως επίθ. εὔιος, -ον
βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω].
Russian (Dvoretsky)
εὔιος: эвийский, вакхический (πῦρ Soph.; τελεταί Eur.): εὔ. θεός Eur. = Βάκχος.