εὐπερίχυτος

From LSJ
Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίχῠτος Medium diacritics: εὐπερίχυτος Low diacritics: ευπερίχυτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΧΥΤΟΣ
Transliteration A: euperíchytos Transliteration B: euperichytos Transliteration C: efperichytos Beta Code: eu)peri/xutos

English (LSJ)

ον,

   A easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.

Greek Monolingual

εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίχῠτος: легко разливающийся, текучий (στοιχεῖον Plut.).