εὐστρεφής

From LSJ
Revision as of 21:17, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋστρεφής;
ής, ές :
c. εὔστρεπτος.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὐστρεφής: эп. ἐϋστρεφής 2
1) крепко скрученный (νευρή, ἔντερον οἰός, πεῖσμα Hom.);
2) крепко сплетенный (λύγοι Hom.).