ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
épq. ἐϋστρεφής;ής, ές :c. εὔστρεπτος.Étymologie: εὖ, στρέφω.
εὐστρεφής: эп. ἐϋστρεφής 21) крепко скрученный (νευρή, ἔντερον οἰός, πεῖσμα Hom.);2) крепко сплетенный (λύγοι Hom.).