Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
οῦ (ἡ) :c. Ἰωλκός.
Iolcus, a town in Thessaly on the Pagasaean gulf, Od. 11.256, Il. 2.712.
Ἰαωλκός, v. Ἰαολκός.
Ἰαωλκός: ἡ Hom. = Ἰωλκός.