Ἰαολκός

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

English (Slater)

̆ιᾰολκός (v. West., Glotta, 1963, 278.) in Thessaly. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) (P. 4.77) ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) (P. 4.188) (Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) (N. 3.34) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) (N. 4.54) “Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) (I. 8.40)