ἱπποσείρης

From LSJ
Revision as of 22:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποσείρης Medium diacritics: ἱπποσείρης Low diacritics: ιπποσείρης Capitals: ΙΠΠΟΣΕΙΡΗΣ
Transliteration A: hipposeírēs Transliteration B: hipposeirēs Transliteration C: ipposeiris Beta Code: i(pposei/rhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who leads a horse by the rein, Anacr.75.6.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, der das Pferd anspannt, s. ἱπποπείρης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσείρης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6.

Greek Monolingual

ἱπποσείρης, ὁ (Α)
αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά, με το καπίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σειρά «καπίστρι»].

Russian (Dvoretsky)

ἱπποσείρης: ου ὁ запрягающий коней Anacr.