καθημέραν

From LSJ
Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

German (Pape)

[Seite 1285] d. i. καθ' ἡμέραν, täglich, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθημέραν: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως: καθ’ ἡμέραν, τῆς καθημέραν διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.

Greek Monolingual

καθημέραν και καθ' ήμέραν (AM)
επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθημέραν: adv. = καθ᾽ ἡμέραν.