κακόμορφος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ον,
A misshapen, Sor. 1.39, 47, AP5.88 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 1301] mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).
Greek (Liddell-Scott)
κακόμορφος: -ον, ἀσχημόμορφος, Ἀνθ. Π. 5. 89· κακόμορφε Επιγρ. Kaib. 1140, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακόμορφος, -ον)
αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος.
επίρρ...
κακομόρφως (Α)
με κακόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό-μορφος, ποικιλόμορφος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμορφος: безобразный, некрасивый Anth.