Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
[Seite 1255] ἡ, Pfeilbehälter, Köcher, Ap. Rh. 2, 679; Posidipp. 1 u. Leon. Al. 11 (XII, 45. VI, 326).
ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)
θήκη βελών, φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόκη, αυλο-δόκη].
ἰοδόκη: ἡ колчан Anth.