Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποποιός

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποποιός Medium diacritics: καρποποιός Low diacritics: καρποποιός Capitals: ΚΑΡΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: karpopoiós Transliteration B: karpopoios Transliteration C: karpopoios Beta Code: karpopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.

German (Pape)

[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.

Greek (Liddell-Scott)

καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.

Greek Monolingual

καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο-ποιός, ηθο-ποιός.

Russian (Dvoretsky)

καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).