κατίμεν
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
[ῐ], Ep. pres. inf. Act. of κάτειμι, Il.14.457.
Greek (Liddell-Scott)
κατίμεν: ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ κάτειμι, Ἰλ. Ξ. 457.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. Act. épq. de κάτειμι.
English (Autenrieth)
see κατιέναι.
Greek Monotonic
κατίμεν: [ῐ], Επικ. απαρ. του κάτ-ειμι (εἶμι, ibo).
Russian (Dvoretsky)
κατίμεν: эп. inf. praes. к κάτειμι.