κάτωρ
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ορος, ὁ, dub. l. (δῖε κ.,
A v.l. δῖ' ἑκάτωρ) h.Bacch.55.
German (Pape)
[Seite 1407] ορος, ὁ, H. h. 6, 55, ein verderbtes Wort, das man von κάζω, κέκασμαι ableitet, = κάστωρ, der Gebieter erkl., oder in ἄκτωρ ändert.
Greek (Liddell-Scott)
κάτωρ: ὁ, ἐν Ὁμ. Ὕμν. 7. 55, δῖε κάτωρ, λέξις ἧς οὐδεμία πιθανὴ ἑρμηνεία ἔχει δοθῇ· ὁ Κῶδιξ Μόσχ. ἔχει δῖ’ ἑκάτωρ.
Russian (Dvoretsky)
κάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ предполож, повелитель HH.