κυκνόμορφος

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόμορφος Medium diacritics: κυκνόμορφος Low diacritics: κυκνόμορφος Capitals: ΚΥΚΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kyknómorphos Transliteration B: kyknomorphos Transliteration C: kyknomorfos Beta Code: kukno/morfos

English (LSJ)

ον,

   A swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς κύκνος, Αἰσχύλ. Πρ. 795.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la forme d’un cygne.
Étymologie: κύκνος, μορφή.

Greek Monolingual

κυκνόμορφος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό-μορφος, ιερακό-μορφος].

Greek Monotonic

κυκνόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή κύκνου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόμορφος: похожий на лебедя или белый как лебедь (Φορκίδες Aesch.).