κυκλοβορέω

From LSJ
Revision as of 23:23, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοβορέω: ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος Κυκλοβόρος ἐν Ἀττικῇ, κραυγάζω ἐναντίον τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire autant de bruit que le Cycloborus.
Étymologie: Κυκλοβόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλοβορέω [κυκλοβόρος] bruisen, razen (als een bergstroom, de Cycloborus).

Russian (Dvoretsky)

κυκλοβορέω: шуметь как поток Киклобор Arph.