ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
[Seite 39] hurerisch, Luc. Lexiph. 12, wo vulg. λεκαλέος.
α, ον :obscène.Étymologie: ληκάω.
ληκᾰλέος: v. l. λαικαλέος и λεκαλέος 3 распутный, непристойный Luc.