Greek (Liddell-Scott)
λογχόω: ἐπιτίθημι λόγχην εἰς τὸ δόρυ, ἐν τῷ παθ., ἀποκτῶ λόγχην, αἰχμήν, λελογχωμένον δόρυ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
armer d’un fer de lance.
Étymologie: λόγχη.
Russian (Dvoretsky)
λογχόω: снабжать (копье) наконечником (λελογχωμένον δόρυ Arst.).