Λυκίηθεν

From LSJ
Revision as of 23:38, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

French (Bailly abrégé)

adv.
de Lycie.
Étymologie: Λυκία, -θεν.

Greek Monolingual

Λυκίηθεν (Α)
επίρρ. από τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (ιων. τ. του Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν), πρβλ. Κρήτη-θεν, Λιβύη-θεν].

Russian (Dvoretsky)

Λῠκίηθεν: adv. из Ликии Hom.