λωΐων
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
(λῶ), ὁ, ἡ, λώϊον, τό, gen. ονος; Att. λῴων, λῷον, A.Pers. 526; acc. sg. and neut. pl.
A λῴω S.Ph.1079, Pl.Phlb.11b; acc. pl. λῴους S.Tr.736: also an o-stem λώϊος (Hdn.Gr.1.122, Thgn.800) from which come neut. pl. λώϊα Thgn.853, Theoc.26.32, and λῷα prob. in Thgn.96: gen. pl. τῶν λῴων IG12(9).1179.36 (Chalcis, ii A.D.):— more desirable, more agreeable, better, Hom. only in neut., πολὺ λώϊόν ἐστι, τόδε λ. ἐστι, Il.1.229, Od.2.169, al.; τῷ σε χρὴ δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι σίτου 17.417: as Adv., γνωσόμεθ' ἀλλήλων καὶ λώϊον 23.109; μετρεῖσθαι Hes.Op.350; but οὐκ . . ἄλλη τῆσδε λωΐων γυνή Semon. 7.30: also Comp. λωΐτερος, α, ον, also used by Hom. only in neut., λωΐτερον καὶ ἄμεινον Od.1.376, 2.141: masc. in A.R.3.850, etc.: fem. in Call.Aet.4.1.7, AP5.111.6 (Phld.).—In Trag. λῴων was used generally as Comp. of ἀγαθός, A.Pers.526, etc.; φρόνησιν λαβεῖν λῴω S. Ph.1079; λῷον φρονεῖ Id.OT1038; λῴους φρένας ἀμείψασθαι Id.Tr. 736; βίου λῴονος κυρῆσαι Id.OT1513; εἰς τὸ λῷον σὸν μεθέστηκεν κέαρ E.Med.911: sts. also in Prose, ἄμεινον καὶ λῷον Pl.Lg.828a; ἀμείνω καὶ λῴω Id.Phlb.11b; λ. καὶ ἄμεινον X.An.6.2.15, SIG398.41 (Cos, iii B.C.), 1044.4 (Halic., iv/iii B.C.), cf. Berl.Sitzb.1927.165 (Cyrene), etc. II Sup. λῷστος, η, ον, Thgn.255; λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄνοσον S.Fr.356; τὰ λῷστα βουλεύων A.Pr.206, etc.; παραινέσαι τὰ λ. ib. 310; τὰ λ. λέγειν Id.Ag.1053, cf. Cratin.4 D.; ὦ λῷστε Πῶλε my good friend, like ὦ βέλτιστε, Pl.Grg.467b, cf. X.Smp.4.1, etc.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
v. *λῶϊς.
Greek Monotonic
λωΐων: ὁ, ἡ, λώϊον, τό, Αττ. λῴων, λῷον, αιτ. ενικ. και ουδ. πληθ. λῴω (αντί λῴονα)· αιτ. πληθ. λῴους (αντί λῴονας), ουδ. λώϊα (από λάω Β, λῶ)·
I. περισσότερο επιθυμητός, περισσότερο ευχάριστος, και γενικά, καλύτερος, τόδελώιόν ἐστι, σε Όμηρ.· και ως επίρρ., καλύτερα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, συγκρ. λωΐτερος, -ον, στο ουδ., λωίτερον καί ἄμεινον, στο ίδ.· στους Αττ. ποιητές, το λῴων χρησιμ. ως συγκρ. του ἀγαθός·
II. υπερθ. λῷστος, -η, -ον, σε Θέογν., Αττ.· τὰ λῷστα βουλεύειν, σε Αισχύλ.· ὦ λῷστε, ω! καλέ μου φίλε, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λωΐων: стяж. λῴων 2, gen. ονος (superl. λῷστος) [λῶ] более желательный, лучший (πολὺ λώϊόν ἐστι Hom.; ταῦτ᾽ ἐμοῦ λῷον φρονεῖ Soph.): λῷον καὶ ἄμεινον Xen. значительно целесообразнее; (в обращении) ὦ λῷστε! Xen., Plat. бесценный мой!