σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
adv.à la manière d’un cuisinier.Étymologie: μαγειρικός.
μᾰγειρικῶς: по-поварски (μ. κομψῶς τε Arph.; μ. ἐσκευασμένη τροφή Sext.).